e-mail



koukouraeugenia@hotmail.com


Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

προσωπίδα (β΄ μέρος)

ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ (2ο μέρος)

Οι προσωπίδες χρησιμοποιήθηκαν και για την διαιώνιση του προσώπου βασιλέων και βασιλισσών.

Μεγάλο θαυμασμό προκάλεσαν οι ολόχρυσες προσωπίδες του 1600 π.χ. που βρέθηκαν στους βασιλικούς περιβόλους των Μυκηνών.



Μία από αυτές ο Σλήμαν την απέδωσε στον Αγαμέμνονα. Σε άλλες, παρά την σχηματοποίηση έχουν αποδοθεί ατομικά χαρακτηριστικά που τις κάνουν να διαφέρουν η μία από τις άλλες προσωπίδες.



Τα νεκρικά προσωπεία δεν σκέπαζαν απ΄ ευθείας το πρόσωπο του νεκρού, αλλά ήταν στολίδια πάνω σε ξύλινες σαρκοφάγους ή τις νεκρικές οθόνες που περιτύλιγαν το νεκρό (σάβανα).



Τα χρυσά προσωπεία παρατηρούνται μόνο σε βασιλικούς νεκρούς. Ένα μόνο προσωπείο ήταν κατασκευασμένο από φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου το γνωστό και ως ήλεκτρο.
Χίλια (1000) χρόνια μετά τις Μυκήνες και από τον 6ο ως τον 4ο αιώνα π.χ χρυσές προσωπίδες τοποθετήθηκαν πάνω στα πρόσωπα των νεκρών.

Στην περιοχή της Σίνδου η οποία απέχει είκοσι χιλιόμετρα από την πόλη της Θεσσαλονίκης, τον Ιούνιο του 1980 έγινε ανασκαφή με αφορμή τα έργα υποδομής της ΕΤΒΑ (Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως), στην Β΄ βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Τότε ήρθαν στο φως 121 τάφοι από την αρχαϊκή και πρώιμη κλασσική εποχή. Από τα σπάνια αντικείμενα των ασύλητων τάφων ξεχωρίζουν πέντε (5) χρυσές προσωπίδες. Στα πρόσωπα των νεκρών τις συγκρατούσαν με νήματα που στερεώνονταν σε τέσσερις τρύπες του χρυσού ελάσματος και δένονταν πίσω από το κεφάλι.



Οι τρισδιάστατες νεκρικές μάσκες με τα χαρακτηριστικά των νεκρών αποτελούσαν την Ελληνική συμβολή στην πάλη τους με το θάνατο, στην οποία νικά ο νεκρός, ο οποίος κρατά ζωντανό και αιώνιο το πρόσωπο του για να τον αναγνωρίσουν στην άλλη ζωή οι σύντροφοι του, νεκροί και ζωντανοί, όταν θα ξαναγυρίσει μετά το μεγάλο ταξίδι.



Οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετέφεραν τα Ελληνικά ταφικά έθιμα στην Αίγυπτο τον 4ο π.χ. αιώνα. Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον στρατηλάτη Αλέξανδρο, η περιοχή του Φαγιούμ παραχωρήθηκε σε Μακεδόνες και άλλους Έλληνες βετεράνους, σαν ανταμοιβή για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.
Το Φαγιούμ είναι μια μαγευτική τοποθεσία 60 χιλιόμετρα νότια του Καΐρου στη δυτική όχθη του Νείλου.

Οι νέοι κληρονομικοί ιδιοκτήτες της Αιγυπτιακής γης ονομαζόταν κληρούχοι. Οι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι μετανάστες στο Φαγιούμ, αλλά και Εβραίοι, Σύριοι, Λίβυοι που συχνά παντρευόταν μεταξύ τους, ή με τους γηγενείς Αιγυπτίους και διαμόρφωναν σταδιακά μια κοσμοπολίτικη κοινωνία με έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού στις παραδόσεις και τη θρησκεία της.

Αρχικά οι Έλληνες και άλλοι ξένοι που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο έμειναν σταθερά προσκολλημένοι στις δικές τους πεποιθήσεις και θεότητες, ωστόσο οι Αιγυπτιακές θρησκευτικές παραδόσεις που οι ρίζες τους χάνονταν στα βάθη των αιώνων, δεν ήταν εύκολο να σβήσουν ή να αγνοηθούν.



Σύμφωνα με την Αιγυπτιακή θρησκευτική παράδοση, κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση μπορούσε να γίνει δεκτός στο βασίλειο των θεών, αν όταν πέθαινε τον ταρίχευαν σωστά, περνούσε τις σχετικές δοκιμασίες και συνοδευόταν από το σωστό τελετουργικό.

Την ημέρα της κηδείας, αλλά και στην επέτειο του θανάτου ενός προσφιλούς προσώπου, η οικογένεια οργάνωνε νεκρόδειπνα για την ψυχή του νεκρού.

Στα χρόνια του Τιβέριου (44-37μ.χ) άρχισαν να τοποθετούνται πάνω στις μούμιες ζωγραφισμένες προσωπογραφίες των νεκρών και όχι οι τρισδιάστατες νεκρικές μάσκες με τα χαρακτηριστικά των νεκρών ζωγραφισμένα στην ανάγλυφη επιφάνειά τους.



Με βάση τις απόψεις των Αιγυπτίων για τη λατρεία των νεκρών, οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ θα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρούνταν αντικείμενα λατρείας, αφού οι μούμιες τις οποίες κοσμούσαν αποτελούσαν το αθάνατο υποκατάστατο του νεκρού.

Κι ενώ η μούμια και γενικότερα η αντίληψη ότι η διατήρηση της φυσικής μορφής του νεκρού είναι απαραίτητη για τη μετά θάνατον ζωή – αδιαμφισβήτητα τελετουργικό της Αιγυπτιακής θρησκείας – τα πορτραίτα ανήκουν στην νατουραλιστική παράδοση της Ελληνικής ζωγραφικής που εισήγαγαν οι Μακεδόνες έποικοι στην Αίγυπτο τον 4ο π.χ αιώνα.

Πρακτικά μόνον οι πλούσιοι μπορούσαν να επωμισθούν τα έξοδα της δαπανηρής ταρίχευσης. Όλες οι νεκρικές τελετές αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση της μεταθανάτιας ζωής.

Μετά την ταρίχευση ο νεκρός επιστρέφει στους οικείους του. Αυτοί κατασκευάζουν από ξύλο ένα κούφιο ομοίωμα ανθρώπου, όπου τοποθετούν το σώμα, το κλείνουν και το διατηρούν στο ειδικό δωμάτιο, το οίκημα του θανάτου.



Ο Διόδωρος Σικελιώτης (80π.χ, - 20π.χ) αναφέρει ότι ήταν ιερό καθήκον για τους Αιγύπτιους να δείχνουν ότι τιμούν τους γονείς ή τους προγόνους τους, ακόμα περισσότερό όταν πια αυτοί έχουν περάσει στην αιώνια κατοικία τους. Και άλλοι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, σχολιάζουν αυτή τη συνήθεια των Αιγυπτίων
«να ζουν με τους νεκρούς τους».

Όταν οι μούμιες φυλάγονταν στο σπίτι, τις εμφάνιζαν στις μεγάλες γιορτές και στα νεκρόδειπνα που οργάνωνε η οικογένεια του στην επέτειο του θανάτου τους. Άλλοτε πάλι όταν η οικογένεια αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες βάζει ενέχυρο την μούμια αγαπημένου προσώπου, η οποία εγγυάται την επιστροφή των χρημάτων του δανείου για την απόκτηση του αγαπημένου τους και σεβαστού νεκρού.
Οι νεκροί παρέμεναν στο σπίτι για όσο χρόνο διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη τους , για μια ή δύο γενιές, έπειτα έσκαβαν έναν απλό λάκκο και τις πετούσαν μέσα όπως όπως.
Υπήρχαν όμως και πλινθόκτιστοι τάφοι με μούμιες που θάβονταν όταν οι επιζώντες της οικογένειας ενδιαφέρονταν για τους συγκεκριμένους νεκρούς.

Πριν ενσωματωθούν στις μούμιες, τα πορτραίτα, ήταν σαφώς έργα Ελληνικής τέχνης.
Ήταν η ορατή δόξα του Αλέξανδρου, με τη βοήθεια των έργων αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, ψηφιδωτού και ζωγραφικής.



Τα πορτραίτα παρέμειναν πιστά στην παράδοση της «φωτογραφικής πιστότητας».
Η ρεαλιστική ομοιότητα των πορτραίτων Φαγιούμ με το πρόσωπο του νεκρού παρηγορούσε την οικογένεια, που μπορούσε να δει τους οικείους της όποτε ήθελε. Ενώ η παρουσία των πορτραίτων πάνω στα νεκρά σώματα, διατηρεί τη μεταφυσική τους δύναμη και τα πρόσωπα του θανάτου χαρίζουν αιωνιότητα στους θνητούς που απεικονίζουν.



Η αξία των προσωπογραφιών είναι μεγάλη για τους μελετητές της αρχαιότητας. Παρέχουν πληροφορίες για την ενδυμασία, την κόμμωση, τα κοσμήματα και μας προσφέρουν μια συνολική εικόνα για την κοινωνία και τα μέλη της, που δεν περιορίζεται σε επιφανείς εκπροσώπους της, αλλά σε καθημερινούς ανθρώπους και όχι ήρωες ή θεούς. Ανθρώπους που έζησαν πριν από περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια, πιο ζωντανούς κι από τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες.



Κοινός στόχος των ζωγράφων του Φαγιούμ και των ιμπρεσιονιστών, ήταν να συλλάβουν μια στιγμιαία «φωτογραφική εικόνα», να αποδώσουν, να αποτυπώσουν την αμεσότητα αυτού που βλέπουν.



Ο Πλίνιος ισχυρίζεται ότι η ζωγραφική των προσωπογραφιών μετέφερε ανά τους αιώνες το αληθινό ομοίωμα των μορφών.



Πολλά πορτραίτα είναι αναμνηστικά , όπως και οι φωτογραφίες σήμερα. Ο ζωγράφος είναι αυτός που απεικονίζει τη ζωή. Έτσι ο Απίων ο οποίος υπηρετεί στο Ρωμαϊκό ναυτικό στέλνει από το Μισένιουμ στους γονείς του, μ΄ έναν φίλο του την προσωπογραφία του, «την εικόνιν του».

Ο Φίλιππος ο Β΄ υπερήφανος μετά τις τρεις νίκες του
στους Ολυμπιακούς αγώνες,
το 356, το 352 και το 348 π.χ.
έβαλε για πρώτη φορά να χαράξουν πάνω στα νομίσματα το πρόσωπο του.



Οι Ολυμπιονίκες έφθαναν την θεϊκή αίγλη και η γενέτειρα πόλη τους, κατεδάφιζε ένα μέρος από τα τείχη της, πράξη που συμβόλιζε ότι η πατρίδα στην οποία γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει τέτοιο παλικάρι δεν είχε ανάγκη από τα τείχη για την υπεράσπιση της και τον υποδέχονταν ως στρατηγό ο οποίος γύριζε από νικηφόρες εκστρατείες.

Το 358 π.χ. ο Φίλιππος ο Β΄ της Μακεδονίας έκοψε τα πρώτα χρυσά νομίσματα στην Ευρώπη από το χρυσάφι του όρους Παγγαίου και το 356 π.χ. ήταν ο πρώτος θνητός βασιλιάς που άφησε το όνομά του στην πόλη Κρηνίδες, την οποία ονόμασε Φιλίππους.
Ο Φίλιππος Β΄, έκοψε ασημένιο τετράδραχμο για τη νίκη του σε ιπποδρομία στην 106η Ολυμπιάδα το 356 π.χ. και χρυσό στατήρα για τη νίκη του σε αρματοδρομία το 352 ή το 348 π.χ.



Ο διάδοχος του Φιλίππου, Αλέξανδρος ο Γ΄, γνωστός ως Μέγας Αλέξανδρος ο στρατηλάτης, αρχικά εξέδωσε νομίσματα στο όνομα του πατέρα του, αλλά κατά την διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Περσών, μετά τον προσπορισμό σπουδαίας λείας με την κατάκτηση της Ασίας στα τέλη του 333 π.χ. μετά την νίκη στην Ισσό εκδίδει χρυσά και νέα αργυρά νομίσματα και σηματοδοτεί την απαρχή μιας λαμπρής νομισματοκοπίας.

Η πιο αξιοσημείωτη αλλαγή στην εικονογράφηση των νομισμάτων παρατηρήθηκε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αφορά στην χρησιμοποίηση του πορτραίτου– προσώπου ηγεμόνων – στη μια πλευρά του νομίσματος.
Κατά την διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου που ακολούθησε τον πρόωρο χαμό του στρατηλάτη οι επίγονοί του υιοθέτησαν την κοπή Αλεξάνδρειων νομισμάτων. Ο σπουδαιότερος όμως νεωτερισμός ήταν η εισαγωγή του πορτραίτου στην νομισματοκοπία.



Ο πρώτος ανάμεσα στους διαδόχους του Αλεξάνδρου που απεικόνισε τον εαυτό του στα νομίσματα είναι ο Πτολεμαίος ο Α΄ το 305 - 304 π.χ. όταν έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου.



Ενώ ο Λυσίμαχος, πρώην σωματοφύλακας του Αλεξάνδρου το 297 π.χ. όταν έγινε βασιλιάς της Θράκης χρησιμοποίησε στα νομίσματα του το πιο εντυπωσιακό και δημοφιλές μεταθανάτιο πορτραίτο του θεοποιημένου αρχηγού του.

Η εικόνα του Αλεξάνδρου επιβίωσε πάνω στα νομίσματα ως τον 3ο και τον 4ο αιώνα μΧ.

ς
σε σημείο που να προκαλέσει την αγανάκτηση και την μομφή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τους δεισιδαίμονες εκείνους που ακόμη εναπόθεταν τις ελπίδες του σε νομίσματα με την εικόνα του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα :
"τι αν τις είποι περί των επωδαίς και περιάπτους κεχρημένων; Και νομίσματα χαλκά Αλεξάνδρου του Μακεδόνος ταις κεφαλαίς και τοις ποσί περιδεσμούντων; Αύται αι ελπίδες ημών; Ειπέ μοι, ίνα μετά σταυρόν και θάνατον Δεσποτικόν εις Έλληνος βασιλέως εικόνα τας ελπίδας της σωτηρίς έχομεν;"



Δεν υπάρχουν σχόλια: