e-mail



koukouraeugenia@hotmail.com


Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

ΟΙ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ μέρος 1ο



Ας ελπίσουμε οι Έλληνες να μη θρηνήσουμε καμμιά άλλη χαμένη πατρίδα.
Αφιέρωμα στη μνήμη των προγόνων μας από τη Μ. Ασία,
οι οποίοι ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες
και βλέπουν ΤΙΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ,όπου οι νεκροί περιμένουν το αντάμωμα και
την ένωση διαμέσου της ΗΜΕΤΕΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ.
Το διήγημα το έγραψα τον Ιανουάριο του 2001,
με την καθοδήγηση της μητέρας μου
Μαργαρίτας Κούκουρα και τις αναμνήσεις
από τις διηγήσεις του παππού μου ιερέα,
Μιχαήλ Πιτσώκου και της πρεσβυτέρας γιαγιά μου, Δημητρίας.
"ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ"


ΟΙ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ (μέρος 1ο)

Μεταξύ 1913-1918 κατά την διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου συνεχίστηκαν οι διωγμοί και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων από τα παράλια της Μ. Ασίας, χωρίς ανάπαυλα.

Πόσοι Έλληνες χάθηκαν τα χρόνια αυτά δεν θα γίνει ποτέ γνωστό. Όταν τελείωσε ο πόλεμος , όσοι επέζησαν επαναπατρίστηκαν. Από την Μακεδονία μόνον επαναπατρίστηκαν στις περιοχές απ’ όπου είχαν εκδιωχθεί γύρω στις 140.000. Υπολογίζεται ότι γύρω στις 100.000 επαναπατρίστηκαν στις δυτικές ακτές της Μ. Ασίας.

Ο Μιχαήλ Πιτσώκος του Φραγκίσκου και της Μαρίας, γεννήθηκε στον Πανορμίτη της Τήνου το 1893. Ο πατέρας του Φραγκίσκος καταγόταν από το χωριό ‘Πύργος’ της Τήνου και η μάνα του Μαρία είχε γονείς Μανιάτες. 24 χρόνων παλλικάρι πολέμησε στο Σαραντάπορο ο Μιχαλιός. Ο μόνιμος λοχίας του Ελληνικού στρατού Μιχαήλ Πιτσώκος μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο βρίσκει δουλειά στην εταιρία ‘FOUNDATION’ στην Θεσσαλονίκη. Στην περιοχή του Ιπποδρομίου συναντά και ερωτεύεται την Δημητρία Παλαιολόγου – Γιαννακάρα 
(του μελαχρινού Γιάννη), νεαρή προσφυγοπούλα από την Μ. Ασία. 
Η Δημητρία με την οικογένεια της, πατέρα μάνα, μια αδελφή και δυο αδελφούς 
εκδιώχθηκαν από το Αλί-Αγά, την αρχαία Μυρίνη το 1917.

Το Σεπτέμβριο του 1917 ζουν μαζί την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης 
και χάνουν τα πάντα από τα πάντα.

Αρραβωνιάζονται κατά την διάρκεια της προσφυγιάς στην Θεσσαλονίκη και παντρεύονται όταν επαναπατρίζονται στην Σμύρνη, όπου ο Μιχαήλ Πιτσώκος επιστρέφει στον Ελληνικό στρατό.

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1921 στην ενορία της Αγίας Φωτεινής στην Σμύρνη γεννιέται ο πρώτος της οικογένειας του Μιχαήλ Πιτσώκου και της Δημητρίας Παλαιολόγου-Γιαννακάρα. 
– Ένα κορίτσι – Ο δάσκαλος κουμπάρος τους, δίνει στο κορίτσι το όνομα της 
πολυαγαπημένης και αδικοχαμένης γυναίκας του ‘Μαργαρίτας’.

Τον Αύγουστο του 1922 σε πολλές περιοχές της Μ. Ασίας οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν υποστεί διωγμούς και βιαιοπραγίες από τους Τούρκους και είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τις πόλεις και τα χωριά τους που υφίσταντο το τελειωτικό και φρικώδες έργο της εξόντωσης.

Ο φόβος και ο πανικός συνέχει τον μικρασιατικό ελληνισμό.

Σύγχυση ή σωστότερα χάος επικρατεί στη Μ. Ασία.

Ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης στέλνει διαταγή στους αντιπροσώπους της ύπατης αρμοστείας, στις πόλεις Σόμα, Αδραμύττιο, Πάνορμο, Αρτάκη, 
Μουδανιά, Κίο, Μπάλια, Σαλιχλί και Φιλαδέλφεια 
‘να συσκευάσουν τα αρχεία και πάντες οι δημόσιοι υπάλληλοι 
να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν.’
Στο μεταξύ η ένταση και η ανησυχία στη Σμύρνη καθημερινά μεγάλωναν, 
καθώς έφθαναν από το εσωτερικό της Μ. Ασίας τραίνα κατάμεστα από πρόσφυγες και στρατιώτες, ενώ πάμπολλοι άλλοι κατέκλυζαν τους δρόμους που οδηγούσαν 
στην Σμύρνη και στ’ άλλα παραλιακά αστικά κέντρα.

Οι Αμερικανοί υπολόγιζαν ότι οι πρόσφυγες από το εσωτερικό έφθαναν στη Σμύρνη με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα κι έβρισκαν καταφύγιο στις εκκλησίες, στα νεκροταφεία ή στο ύπαιθρο, ενώ οι πιο τυχεροί βολεύονταν στα σπίτια συγγενών τους στην πόλη.

Τα πλήθη των προσφύγων παρουσιάζουν θλιβερό και συγκινητικό θέαμα, με το φόβο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους δεν έχουν παρά μόνο 
μια σκέψη – να φύγουν το συντομότερο από τη Μ. Ασία.

Όσο περνούν οι ώρες κι οι στιγμές, όλοι αντιλαμβάνονται ότι το 
Ελληνικό κράτος έπαψε να υφίσταται στη Σμύρνη.

Διοίκηση και στρατός αποτελούν τα ράκη της ελληνικής κυριαρχίας .

Οι δημόσιοι υπάλληλοι άρχισαν να αναχωρούν τμηματικά. 
Οι ανώτεροι αξιωματικοί στέλνουν τις οικογένειες τους προς τα νησιά και τον Πειραιά.

Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ανήσυχος για την τύχη των κατοίκων 
στις 23 Αυγούστου του 1922 γράφει στον Οικουμενικό Πατριάρχη ότι δεν μπορεί με χαρτί και μελάνι να περιγράψει την αφάνταστα κρίσιμη και οδυνηρή κατάσταση 
κι αναρωτιέται αν είναι δυνατόν να γίνει κάτι για να αποφευχθεί η καταστροφή. 
Στις 25 Αυγούστου η Σμύρνη έχει κατακλυστεί από στρατό.

Οι Έλληνες στρατιώτες φτάνουν στη Σμύρνη! 
Προχωρούν αμίλητοι σαν φαντάσματα, με το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπροστά τους, 
χωρίς να κοιτάζουν ούτε δεξιά – ούτε αριστερά 
‘σαν άνθρωποι που περπατούν στον ύπνο τους.’

Το πρωί της 26ης Αυγούστου όλα τα στρατιωτικά καταστήματα, οι στρατώνες, 
τα νοσοκομεία και το φρουραρχείο έχουν εκκενωθεί.

Όλοι μαζεύονται στην προκυμαία ελπίζοντας να βρουν θέση σ’ ένα 
από τα τελευταία πλοία που φεύγουν από τη Σμύρνη.

Τα πλήθη του κόσμου απελπισμένα στην προκυμαία, 
βλέπουν να εγκαταλείπονται ολοκληρωτικά πια στην τύχη τους.

Στο μεταξύ κι άλλοι πρόσφυγες συνεχίζουν να καταφθάνουν από το εσωτερικό, 
καθώς και μεμονωμένοι στρατιώτες.

Την 27η Αυγούστου στο προαύλιο της Αγίας Φωτεινής, όπου είχε συγκεντρωθεί ένα μεγάλο πλήθος προσφύγων ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος διανέμει τρόφιμα.

Τη νύχτα της 27ης προς 28η Αυγούστου του 1922 ο Μιχαήλ Πιτσώκος καβαλάει τ’ άλογο του ντυμένος τη στολή του μόνιμου λοχία του Ελληνικού στρατού και κατευθύνεται προς το χωριό της γυναίκας του, το Αλί – Αγά, όπου βρίσκεται η Δημητρία, η γυναίκα του με την μικρή κόρη τους Μαργαρίτα κοντά στους γονείς και τα αδέλφια της.

Πυροβολισμοί ακούγονται πίσω του, κι οι δρόμοι γεμίζουν 
με πτώματα φρικωδώς παραμορφωμένα.

Τούρκοι στρατιώτες σφάζουν και λεηλατούν.

Ο Μιχαλιός βγάζει το στρατιωτικό του χιτώνιο και το πετά για να μην αναγνωριστεί. 
Με το στρατιωτικό του παντελόνι και το λευκό του πουκάμισο 
σχίζει το σκοτάδι της νύχτας σαν τον άνεμο και φτάνει μετά από ώρες πολλές, 
που δεν μπορεί να μετρήσει στο Αλί – Αγά . 66 χιλιόμετρα!

Λέει στην γυναίκα του να ετοιμαστεί για να τον ακολουθήσει στη Σμύρνη, 
να πάρουν το σπιτικό τους, και να φύγουν για να σωθούν.

Καβάλα στ’ άλογο παίρνουν το δρόμο της επιστροφής.

Μπροστά ο Μιχαλιός με τα γκέμια στα χέρια του και πίσω η 
Δημητρία με την κόρη τους Μαργαρίτα που χρόνιζε την 1η Σεπτεμβρίου.

Στο δρόμο τους συνάντησαν πλήθη αλαφιασμένων κι 
εξαθλιωμένων προσφύγων που τους λένε να μη γυρίσουν πίσω στη Σμύρνη.

ΕΙΝΑΙ ΤΕΤΑΡΤΗ 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1922

Η Σμύρνη καίγεται! 
Οι φλόγες ξεπηδούν από την μία στην άλλη σμυρναϊκή συνοικία, 
σαν πραγματική αλυσίδα, από την οποία δεν ξεφεύγει κανένας κρίκος.


Οι στρατιώτες του Νουρεντίν καίνε τις πυκνοκατοικημένες λαϊκές συνοικίες 
του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Νικολάου, 
που γίνονται στη στιγμή παρανάλωμα του πυρός.

Η προκυμαία είναι πλημμυρισμένη από μυριάδες άστεγου λαού που υπολογίζονται σε 300.000.

ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΒΡΟΥΝ 
ΚΑΠΟΙΟ ΠΛΩΤΟ ΜΕΣΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ.

Στο Αλί – Αγά όλοι οι κάτοικοι, μ’ ότι μπορεί να πάρει ο καθένας τους 
σ’ ένα μπογαλάκι τρέχουν για να σωθούν.

Μπροστά στο χωριό, στη θάλασσα είναι ο όρμος Πλάτη.

Κρύβονται εκεί για να μην φαίνονται από το μέρος της στεριάς.

Ο Μιχαλιός ανεβαίνει ψηλά κι αγναντεύει μ’ αγωνία το πέλαγος.
Ένα καΐκι φαίνεται μακριά στον ορίζοντα.

Έϊ! εσείς πατριώτες! (φωνάζει). Σώστε μας αδέρφια, βοήθεια!
Δεν φαίνεται να ακούγεται η φωνή του.

Βοήθεια πατριώτες! Εδώ! Βοήθεια!!!

Κοιτιέται απάνω του να βρει δύναμη μέσα απ’ τα σωθικά του.

Και τότε βλέπει το λευκό του πουκάμισο. 
Το τραβάει μ’ ορμή και σχίζει τα κουμπιά. 
Βγάζει ένα κομμάτι λευκό πανί και τ’ ανεμίζει με δύναμη στον αέρα.

Αδέρφια εδώ! Εδώ! Βοήθεια!!!...

Αυτό είναι!

Οι Μυτιληνιοί βλέπουν το λευκό πανί ν’ ανεμίζει στον όρμο της 
Μικρασιατικής ακτής και πλησιάζουν.
Επιβιβάζουν στο σκάφος τους τούς μαρτυρικούς πια πρόσφυγες 
και τους πάνε προς τις ακτές της Μυτιλήνης.

Πίσω τους οι Τούρκοι λεηλατούν και καίνε. 
Από την παραλία φθάνουν κραυγές σφαζόμενων ανθρώπων 
κι ολόγυρα στην ακτή επιπλέουν πτώματα πνιγμένων.

Το καΐκι τους έβγαλε στη Μυτιλήνη. Κι απ’ εκεί έφτασαν στον Πειραιά.

Στην Αθήνα ιδρύθηκε επιτροπή αναζήτησης των χαμένων 
προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής.

Εκεί, ο Μιχαήλ Πιτσώκος βρήκε τους αδελφούς του 
Φραγκίσκο, Κωνσταντίνο,
Φίλιππο και την αδελφή του Ελένη.

Ο Φίλιππος πέθανε από καρδιακή προσβολή μετά από φυσιοθεραπεία για πόνο στη μέση.

Η Ελένη Πιτσώκου – έπειτα Καρδαμίτση – εγκαταστάθηκε στο Πασαλιμάνι, 
στον Πειραιά, όπου συνέχισε την μοδιστρική.

Ο Φραγκίσκος αποκαταστάθηκε γεωργικά στη Νέα – Πέλλα, 
όπου απέκτησε δυο παιδιά τον Μιχαλιό και την Μαρία (Μαρίκα).

Ο Κωνσταντίνος πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και οδηγήθηκε στα βάθη της Ασίας, όπου και τον κράτησαν οκτώ χρόνια. Βρήκε όμως τρόπο και δραπέτευσε και έφθασε στ’ αδέλφια του Μιχάλη και Φραγκίσκο στη Μακεδονία. 
Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, 
στην περιοχή της Κάτω Τούμπας.
Στο υπόλοιπο της ζωής του υπέφερε από σπασμούς της κεφαλής, 
από τα βασανιστήρια και τους ξυλοδαρμούς της οκτάχρονης αιχμαλωσίας του.

Ο Κωνσταντίνος ήταν περίφημος χειρογλύπτης.
Είχε κληρονομήσει την πατροπαράδοτη δεξιοτεχνία των Τηνιακών γλυπτών.
Έργα του είναι τα κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα στο μέγαρο της Τραπέζης της Ελλάδος, στη γωνία των οδών Τσιμισκή και Ίωνος Δραγούμη, κοντά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.


Τα παιδιά του Νίκος, Σταύρος, Αντώνης, Σώτος, Νίκη και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους ζουν στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης.

Ο Μιχαήλ Πιτσώκος με τον ανιψιό του Μιχαλιό, τον γιο του αδελφού του Φίλιππα, άνοιξαν ένα κλειστό εγκατελημένο σπίτι στην οδό Τσιμισκή, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Διαγώνιος μετά τη διάνοιξη της κι ύστερα βγήκαν στους δρόμους και ζητιάνεψαν σκεύη και κουβέρτες από τα εμπορικά καταστήματα της πόλης για να μπορέσουν να κρύψουν την γύμνια τους, να σκεπαστούν, να επιβιώσουν.

Ο Μιχαήλ Πιτσώκος μνημονεύει μ’ ευγνωμοσύνη την αμέριστη βοήθεια των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που κι αυτοί είχαν υποστεί διωγμούς και ταλαιπωρίες στην διασπορά και γνώριζαν τον ανθρώπινο πόνο.

Ο Μιχαήλ Πιτσώκος δούλεψε στο Δήμο Θεσσαλονίκης από το 1922 μέχρι το 1933.

Συναρμολογούσε και προσάρμοζε λαιμαργιές στα άλογα που έσερναν τα τετράτροχα κάρα της Δημαρχίας, τα σκουπιδιάρικα που μετέφεραν τα σκουπίδια.

Ταπεινή και καταφρονεμένη δουλειά για έναν αξιωματικό του Ελληνικού Ιππικού, ο οποίος όμως με τα λιγοστά χρήματα που κερδίζει ζει την οικογένεια του, την γυναίκα του Δημητρία, την κόρη του Μαργαρίτα και το γυιό του Κωνσταντίνο που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και δυο δίδυμα αγόρια που πέθαναν λίγο μετά τη γέννηση τους.

συνεχίζεται.....

δείτε την ιστορία στο site της "Εγνατία" τηλεόρασης στα εκπαιδευτικά ντοκυμαντέρ της εκπομπής "Όσα Μύθια Τόση Αλήθεια" no 43 "ΟΙ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: